- ολιγοδύναμος
- και λιγοδύναμος, -η, -ο (Α ὀλιγοδύναμος, -ον)αυτός που έχει μικρή δύναμη, ασθενικός, άτονος, αδύναμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + δύναμη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλιγοδύναμος — ineffectual masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοδύναμον — ὀλιγοδύναμος ineffectual masc/fem acc sg ὀλιγοδύναμος ineffectual neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοδυνάμων — ὀλιγοδύναμος ineffectual masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγοδύναμος — η, ο βλ. ολιγοδύναμος … Dictionary of Greek
ολιγοδυναμώ — ὀλιγοδυναμῶ, έω (Α) [ολιγοδύναμος] έχω μικρή δύναμη, είμαι ασθενικός, άτονος, αδύναμος … Dictionary of Greek